ορυκτολόγος

ορυκτολόγος
ο, η
ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με την ορυκτολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ορυκτολόγος — ο, η επιστήμονας ο οποίος ασχολείται ειδικά με την ορυκτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Ανθ. Γαζή] …   Dictionary of Greek

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • Βέρνερ, Άμπραχαμ Γκότλομπ — (Abraham Gotlob Werner, Βέχραμ, Μπούντσλαου 1749 – Δρέσδη 1817). Γερμανός γεωλόγος και ορυκτολόγος. Υπήρξε ο πρώτος που προσπάθησε να κατατάξει τις μέχρι τότε γνώσεις για τη φύση των συστατικών του φλοιού της Γης σε τελείως ξεχωριστή ύλη,… …   Dictionary of Greek

  • Βορεάδης, Γεώργιος — (1890 – 1966). Γεωλόγος και ορυκτολόγος. Καθηγητής της κοιτασματολογίας και της εφαρμοσμένης γεωλογίας στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, διετέλεσε επίσης καθηγητής της ορυκτολογίας και της γεωλογίας στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή της Αθήνας (1949 60).… …   Dictionary of Greek

  • γκετίτης — Ορυκτό της ομάδας των οξειδίων με χημικό τύπο FeO(OH). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας με πυκνότητα 3,3 4,3 gr/cm3 και σκληρότητα 5 5,5 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Ο γ. είναι συνήθως μαύρου χρώματος και πήρε το όνομά… …   Dictionary of Greek

  • Γκόλντσμιτ, Βίκτορ Μόριτς — (Victor Moritz Goldschmidt, Ζυρίχη 1888 – Όσλο 1947).Νορβηγός ορυκτολόγος. Καθηγητής της κρυσταλλογραφίας και της πετρογραφίας στο Όσλο, θεωρείται πρωτοπόρος της γεωχημείας και της κρυσταλλοχημείας. Μελέτησε για πολλά χρόνια τα μεταμορφωσιγενή… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Έντουαρντ Ντάνιελ — (Edward Daniel Clark, 1769 – 1822). Άγγλος ορυκτολόγος και εξερευνητής. Σπούδασε ορυκτολογία στο Κέιμπριτζ. Το 1794 περιηγήθηκε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Επισκέφθηκε την Ιταλία και την Ελβετία και, όταν επέστρεψε στην Αγγλία, δημοσίευσε μια… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνστεντ, Άλεξ Φρίντρικ — (Axel Fredrik Cronstedt, Στρόεπστα 1722 – Στοκχόλμη 1765). Σουηδός ορυκτολόγος και χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου αργότερα διετέλεσε καθηγητής της χημείας και της ορυκτολογίας. Καθιέρωσε ένα σύστημα ταξινόμησης των ορυκτών με …   Dictionary of Greek

  • Λακρουά, Aλφρέντ — (Alfred Lacroix, 1863 – 1948). Γάλλος γεωλόγος και ορυκτολόγος. Διετέλεσε διευθυντής του ορυκτολογικού εργαστηρίου της Σχολής Ανωτάτων Σπουδών (1896) και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών (1904). Ακόμη διορίστηκε υπεύθυνος των κρατικών επιστημονικών… …   Dictionary of Greek

  • Μητσόπουλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1844 – 1911). Φυσιοδίφης, γεωλόγος, ορυκτολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη Φυσική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε και πρώτος διδάκτορας. Συνέχισε τις σπουδές του για έξι χρόνια στο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”